συγκατακυλίνδομαι

συγκατακυλίνδομαι
Α
κυλίομαι ταυτοχρόνως με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κατακυλίνδομαι «κυλιέμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”